Η ιστοσελίδα αυτή δημιουργήθηκε το 2009 και ο σκοπός της είναι η καλύτερη και ταχύτερη επαφή με όλους τους συγχωριανούς μας και ιδίως με τους απόδημους .Σκεφτήκαμε ότι μέσα από το διαδίκτυο επιτυγχάνεται καλύτερη επικοινωνία χωρίς χρονικούς περιορισμούς...... Διαβάστε περισσότερο
Οι Έλληνες πρόσφυγες του Έβρου (Κατερίνα Καρπούζη) Μια φορά και έναν καιρό περίπου το 1920 επικρατούσε πόλεμος ανάμεσα στους Έλληνες και στους Τούρκους. Τότε οι Έλληνες ήταν διασκορπισμένοι σε διάφορα ανασφαλή χωριά ανάμεσα στην Τουρκία και στην Ελλάδα. Οι Τούρκοι είχαν σκοπό να καταλάβουν τα ελληνικά εδάφη και σημάδεψαν να ξεκινήσουν από τα χωριά. Σε ένα χωριό που το λέγανε Χαριομπόλ και ζούσαν πολλές οικογένειες, βγήκε το βράδυ ο Κεχαγιάς και ανακοίνωσε ότι πρέπει να εγκαταλείψουν το Χαριομπόλ, γιατί άμα μείνουν θα τους περιμένει μεγάλη σφαγή. Οι οικογένειες ετοίμασαν τις άμαξες με τα άλογα, τις αγελάδες και τα γαϊδουράκια και το πρωί ξεκίνησαν το δρόμο για το χωριό Κλισό. Στο δρόμο ξαφνικά βγήκαν οι Τούρκοι και άρχισαν να τους πυροβολούν και να τους πετάνε χειροβομβίδες. Οι Έλληνες καθώς ήθελαν να προστατέψουν τα παιδιά τους, για να τα γλυτώσουνε κρυβότανε κάτω από τα δέντρα, από τους βράχους και τα γεφύρια. Ύστερα, αφού οι Τούρκοι σκότωσαν αρκετούς Έλληνες φύγανε διότι έτσι τους είχε διατάξει ο πασάς. Αργότερα, ξανά ξεκίνησαν τη διαδρομή τους αλλά δεν μπορούσαν να συνεχίσουν γιατί τους εμπόδιζε ένα μεγάλο ποτάμι (Έβρος). Οι οικογένειες δεν είχαν άλλη επιλογή και πέρασαν το ποτάμι κρατώντας τα παιδιά στις αγκαλιές τους. Όσες οικογένειες είχαν αγελάδες και άλογα κατάφερναν και περνούσαν, ενώ όσοι είχανε γαϊδουράκια τους παρέσυρε το ρεύμα του ποταμού. Πολλές Ελληνίδες και Έλληνες πνίγηκαν και πολλοί συγγενείς χωρίστηκαν. Όσοι πέρασαν κάθισαν, ξεκουράστηκαν και τάισαν τα παιδιά τους. Μετά από τρεις ώρες συνέχισαν τη διαδρομή τους ώσπου ήρθε η στιγμή να χωριστούνε. Άλλοι πήγαν στο χωριό Σαγίνη, άλλοι στην Κλισό και άλλοι στην Ινόη. Αφού εγκαταστάθηκαν στα χωριά τους, έπρεπε να χτίσουν σπίτια με τον τρόπο που γνώριζαν. Έβαζαν πρώτα όλα τα άχυρα στο μαύρο χώμα, έσκαβαν, έβαζαν νερό και το ανακάτευαν. Μετά, αφού γινότανε μαλακό έριχναν μέσα ένα σανίδι και ένα σταυρό για να έχει τετράγωνο σχήμα (σαν τα τούβλα) και όταν στέγνωνε τα έκοβαν σε τετράγωνα σχήματα και έτσι έχτιζαν τα σπίτια τους. Αφού φρόντισαν για το που θα μένουν έπρεπε να δουλέψουν. Οι πιο πολλοί κάτοικοι ασχολήθηκαν με τη γεωργία και πολλοί λίγοι κάτοικοι με την κτηνοτροφία. Επίσης το βράδυ οι ηλικιωμένοι που δεν μπορούσαν να δουλέψουν στα χωράφια ακόμη και ακόμα και νέοι δούλευαν ως σιδεράδες και έφτιαχναν πέταλα για το πετάλωμα των αλόγων. Έπειτα οι νέοι το βράδυ φυλούσαν το χωριό τους με τα όπλα που τους έδινε ο στρατός. Έτσι οι χωρικοί ήταν δεμένοι μεταξύ τους για πολλά χρόνια και υποστήριζαν ο ένας τον άλλον. Ο πατέρας μου και η μάνα μου ήταν από την Πέτρα, περιοχή των σαράντα εκκλησιών της Ανατολικής Θράκης. Η Πέτρα ήταν κωμόπολη, αλλά πολύ φτωχό μέρος. Τα χωράφια έκαναν μόνο σίκαλη, το ψωμάκι τους ήταν δηλαδή σικαλήσιο. Όταν τους ρωτούσαν με την βαριά θρακιώτικη ντοπιολαλιά, από πού εισ’ μπε παιδί μ’; -Απ’ την Πέτρα! –Τότε βγάλε την πελίδα (μαχαίρι) σου να την δω, γιατί όταν κόβεις σικαλήσιο ψωμί το μαχαίρι κολλά. Όσοι μπορούσαν δούλευαν χτίστες στα γύρω χωριά. Μερικοί από την Πέτρα καμιά εικοσαριά οικογένειες μάζεψαν λίγα χρήματα και αγόρασαν ένα τσιφλίκι, ένα κομμάτι γη, από έναν Μπέη και πήγανε και κάνανε ένα χωριό και το ονόμασαν Γκερντελί. Ο πατέρας ήταν τσομπανάκι με έναν φίλο του. Ο ένας είχε μαζί του βούτυρο, μυζήθρα ο άλλος ψωμί και αλάτι. Όταν βάζανε πολύ αλάτι έλεγε αυτός που το είχε στο φίλο του «Μη βάζεις πολύ αλάτι στο ψωμί σου, γιατί ο πατέρας μου δεν μπορεί να πηγαίνει συχνά στην Ραιδεστό», κοντινή παραθαλάσσια πόλη, «να το αγοράσει γιατί είναι πολύ ακριβό». Ζούσαν με αυτά που έβγαζαν από τα ζώα και τα χωράφια τους. Το αλεύρι το έκαναν στους τοπικούς νερόμυλους και γι’ αυτούς φημίζονταν πολύ τα χωριά των σαράντα εκκλησιών. Στον πρώτο ξεσηκωμό το 1914 έφτασαν με καράβι στον Πειραιά, πέντε αδέλφια χωρίς τον πατέρα τους, μόνο με την μάνα τους, αφήνοντας πίσω όλα τους τα υπάρχοντα σπίτια, ζώα και χωράφια. Μετά από δύο χρόνια τους ξεσήκωσαν και τους πήγαν στην Κέρκυρα, όπου έμειναν μέχρι τον 1919. Τη χρονιά αυτή τους γύρισαν πίσω στη Ραιδεστό. Βρήκαν το χωριό τους το Γκερντελί και έζησαν εκεί μέχρι το 1922. Εκείνη τη χρονιά έδωσε ο Θεός πολύ μπερεκέτι. Πολλούς καρπούς δηλαδή και οι πέτρες έδιναν καρπούς που λέει ο λόγος. Αλώνιζαν και δεν είχαν μέρος να βάλουν τα σιτηρά τους. Τα αγελάδια γεννούσαν δύο μοσχάρια, τα πρόβατα έκαναν τρίδυμα και όλοι λέγανε πως αυτό δεν είναι καλό σημάδι. Στις 14 του Σεπτέμβρη ήρθαν στρατιώτες στην εκκλησία και είπαν στους χωριανούς να πάρουν ότι ζώα έχουν, να φορτώσουν στα αμάξια τους ότι μπορούν κι από σήμερα να βγουν στον δρόμο για να τους οδηγήσουν στην καινούρια τους πατρίδα. Τι να πρωτοπάρει η γιαγιά, ο παππούς ήταν πάλι στο στρατό, φόρτωσε όσο αλεύρι είχε κάρο κατάκοπο πεθερό της και ξεκίνησε για το άγνωστο μαζί με τα μικρότερα παιδιά της. Ο πατέρας μου με τον αδελφό του πήραν τα ζώα παρόλο που ήταν δεκατέσσερα χρονών και ξεκίνησαν από τις σαράντα εκκλησιές και από κει θα τους οδηγούσε ο στρατός στον Έβρο ποταμό για να περάσουν στην Ελλάδα. Όλη μέρα περπατούσαν στην βροχή και στα λασπόνερα, την νύχτα σταματούσαν άναβαν φωτιές, ζεσταινόντουσαν στέγνωναν τα μουσκεμένα τους ρούχα, έτρωγαν τα ξεροκόμματα που κουβαλούσαν στο δισάκι τους. Έκανα εννέα μέρες για να περάσουν στην Ελλάδα.Περνούσαν το ποτάμι πάνω σε ένα σανιδένιο πάτωμα, το είχαν δεμένο με σχοινιά από την μία όχθη στην άλλη, ανέβαζαν επάνω αμάξια, ζώα, ανθρώπους, τραβούσαν τα σχοινιά μια από εδώ, μια από εκεί. Πλήρωναν για όλα αυτά με χρυσές λύρες. Γινόταν πανικός. Άργησαν, ταλαιπωρήθηκαν πολύ μέχρι να βρουν τους χωριανούς τους και να μαζευτούνε πάλι όλοι μαζί στα καινούρια μέρη. Ο παππούς μου έκανε δύο χρόνια να βρει την οικογένειά του. Το ατέλειωτο ταξίδι (Κασβακίδης Αθανάσιος) Θέλω να σας διηγηθώ μια ιστορία που μας έχει πει η μαμά μου ένα καλοκαιρινό βράδυ. Η ιστορία αυτή είναι μια προσωπική Οδύσσεια και με συγκίνησε πολύ, επειδή ήταν τα δύσκολα χρόνια του διωγμού των Ελλήνων από την Σμύρνη.Η προγιαγιά μου ήταν 11 χρονών και είχε πέντε αδέρφια εκ των οποίων τα 3 ήταν μεγαλύτερα. Το 1917 ζούσανε στην πόλη Βαν της Τουρκίας. Ήταν μια πολύ ευτυχισμένη και εύπορη οικογένεια. Μαζί τους είχαν και έναν Τούρκο, που τον φώναζαν Καρντάς Αχμέτ (αδερφέ Αχμέτ), επειδή μεγάλωσε μαζί τους, όταν πέθαναν οι γονείς του.Ο ξάδερφος του τους δημιουργούσε πολλά προβλήματα, αφού μέχρι που τους έκαψε και το μαγαζί. Απειλούσε ότι την επόμενη φορά θα κάψει το σπίτι με μαζί με τους άλλους. Δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν τη γη τους, γιατί ακόμα και το πιο μικρό κομμάτι της ήταν ιερό για αυτούς.Έτσι μια νύχτα ο Αχμέτ τους προειδοποίησε και έφυγαν, για να μη τους βρει ον ξάδερφός του. Όταν έφτασαν στη Σμύρνη , Ο Αχμέτ τους είχε βρει μέρος αλλά όχι για πολύ χρονικό διάστημα, επειδή ήταν και πολλά τα άτομα. Το 1919 αγόρασαν ένα μικρό σπιτάκι στο όνομα του Αχμέτ. Έβλεπαν όμως ότι τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά κι εκεί.Το 1922 την νύχτα της σφαγής χτύπησε την πόρτα ο Αχμέτ και τους είπε ότι πρέπει να φύγουν τώρα. Ευτυχώς ‘ήταν προετοιμασμένοι, πήραν τα διαβατήρια, κοσμήματα, όσα λεφτά είχαν στο σπίτι, λίγα ρούχα και έφυγαν με τη βάρκα. Ο Αχμέτ ήξερε ότι κάποια καράβια φορτώνουν κόσμο για το εξωτερικό. Έπρεπε όμως πριν ξημερώσει να φτάσουν εκεί. Τη βάρκα του Αχμέτ αναγνώρισε ο ξάδερφός του, φώναζε κι έβριζε και απειλούσε πως αν δεν γυρίσει πίσω θα σκοτώσει και αυτόν.Ο άνθρωπος έκανε πως δεν άκουγε, επειδή ήταν κοντά στα καράβια. Οι Τούρκοι άρχισαν να πυροβολούν και τρύπησαν την βάρκα. Τα αγόρια πήδηξαν στην θάλασσα, επειδή τους είπαν οι γονείς τους, με την ελπίδα ότι θα σωθούν. Ευτυχώς πάνω από το καράβι είδαν οι ναυτικοί την βάρκα και τους βοήθησαν.Ήταν όλοι τους μούσκεμα, κουρασμένοι παγωμένοι, τα παιδιά τους ήταν αναίσθητα. Η Συμέλα ( μητέρα των παιδιών) πήγε να ψάξει τα αγόρια αλλά δεν τα βρήκε. Πάντα πίστευε ότι δεν έχασε τα αγόρια, γιατί ήταν άριστοι κολυμβητές. Δεν θυμόταν πόσες μέρες ήταν στο καράβι. Όταν τους κατέβασαν είδαν ένα μέρος που δεν μπορούσαν να το περιγράψουν ούτε και μετά από πολλά χρόνια.Από μια μεριά θάλασσα, από την απέναντι χωράφια και παρά πέρα βουνά, ούτε άνθρωποι ούτε σπίτια. Μετά από ώρες τους πλησίασαν κάποιοι αστυνομικοί με παλιό φορτηγό. Τους ρωτούσανε διάφορα, μα δεν καταλάβαιναν τίποτα. Το μόνο που καταλάβαιναν ήταν ότι βρίσκονταν στην Ρωσία.Έπρεπε να ξεκινήσουν πάλι από την αρχή. Ήρθαν δύο φορτηγά, ανέβασαν όσους μπορούσαν και τους πήγαν σε μία πεδιάδα κοντά στα βουνά, ύστερα έφεραν και τους υπόλοιπους. To μόνο που τους έδωσαν ήταν καρφιά, πριόνια, τσεκούρια και τους έδειξαν το δάσος. Μέσα σε δέκα μέρες έφτιαξαν είκοσι σπιτάκια για να προστατευτούν από το κρύο και την βροχή. Για τα τρόφιμα πήγαιναν συνήθως τα αγόρια με τα πόδια. Ήθελα τρεις ώρες να πάνε και άλλες τόσες για να γυρίσουν και για να φέρουν ψωμί με πατάτες.Την άνοιξη εμφανίστηκαν κάποιοι αρμόδιοι και του είπαν να καλλιεργήσουν τη γη. Η εκμετάλλευσή δεν είχε τέλος. Από τα δύο στρέμματα που θα καλλιεργούσαν θα έδιναν το ένα στρέμμα στο κράτος και θα έπαιρναν τα υπόλοιπα. Ευτυχώς η γη ήταν πλούσια, αλλά έπρεπε να εργαστούν μικροί και μεγάλοι για πολλές ώρες.Το 1938 άρχισαν οι φήμες για πόλεμο. Ο Στάλιν δεν ήθελε τους Πόντιους και όποιοι δεν παρέδιδαν το ελληνικό διαβατήριο και δεν άλλαζαν επίθετο τους φόρτωναν στο τρένο και τους πήγαιναν σε άγνωστα μέρη. Από τα 250 άτομα, οι δέκα, επειδή άλλαξαν τα διαβατήρια τους άφησαν και έπειτα τους κατέταξαν στο στρατό. Οι υπόλοιποι, όσοι επέζησαν, βρέθηκαν σε μία έρημο του Καζακστάν, όπου έζησαν σε άθλιες συνθήκες.Μετά από τον πόλεμο, το 1948 βρήκαν την ευκαιρία να ξαναγυρίσουν στο Νοβοροσιïσκ. Ήταν ένα μήνα πάνω στο τρένο, τους κορόιδεψαν, τους πήραν όσα λεφτά τους απόμειναν και βρέθηκαν στα βουνά της Αρμενίας. Η δικαιολογία ήταν μην τους ανακαλύψει ο Στάλιν.Έτσι ανάμεσα στα τέσσερα βουνά είχε φτιαχτεί, ένα μικρό χωριουδάκι, ανάμεσα στα δέντρα. Μέχρι το 1968 έζησαν εκεί καλά αλλά νοσταλγούσαν τα μέρη τους και ξαναγύρισαν στο Νοβοροσιïσκ, όπου μένουν τώρα εκτός από την μαμά μου. Η μαμά μου πάντα άκουγε τη γιαγιά δέσποινα να σιγοτραγουδάει και να κλαίει.Ο θείος μου ο Γεννάδιος ήταν ναυτικός, τον ζητούσε επίμονα να την πάει στην Τουρκία. Τόσα μέρη άλλαξαν, τόσα βάσανα πέρασαν, η γιαγιά ήθελε έστω μια τελευταία φορά να δει την πόλη Βαν. Τόσο μεγάλη ήταν η λαχτάρα της που δεν την ένοιαζε «ας την δω και ας πεθάνω» έλεγε.Το 1996 η γιαγιά Δέσποινα πέθανε, δεν μπόρεσε να πάει, γιατί ήταν πια πολύ μεγάλη. Το παιδί που έγινε βασιλιάς (Μαρκάκης Βαγγέλης) Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας βασιλιάς που δεν είχε παιδιά και ο κόσμος γύρευε να τον διώξει. Θέλοντας να κερδίσει χρόνο ζήτησε από τους υπηκόους του να τον αφήσουν ακόμα ένα χρόνο στο θρόνο. Σ’ αυτό το διάστημα η γυναίκα του έμεινε έγκυος. Ήρθε μια γριά και τον είπε ότι όποιο παιδί γεννηθεί πρώτο ή μαζί με το δικό του αυτό θα γίνει βασιλιάς! Αυτός αφού πέρασαν εννιά μήνες έβαλε σε κάθε σπίτι που είχε έγκυο γυναίκα κι από ένα σκοπό. Ένα βράδυ γεννήθηκε ένα παιδί. Ο βασιλιάς το πήρε και ήθελε να το σφάξε. Τελικά το έριξε στα λιοντάρια που είχε μέσα στο παλάτι. Εκείνες τις μέρες είχε γεννήσει μια λιονταρίνα και πήρε το παιδί, το ζέστανε, το βύζαξε. Πέρασαν χρόνια και το παιδί έγινε παλικάρι. Κάποια στιγμή άνοιξε μια τρύπα και έφυγε μαζί με τα λιοντάρια. Μετά από καιρό και ενώ το βασιλόπουλο έγινε και αυτό παλικάρι πήγε για κυνήγι. Είδε σε μια μεριά να περνά ένα παιδί και δύο λιοντάρια. Μπροστά τα λιοντάρια και πίσω το παιδί. Όλοι φοβήθηκαν για μια στιγμή αλλά δεν είπαν κουβέντα. Την άλλη μέρα βρέθηκαν πάλι στο δάσος. Έβαλαν παγίδες και έπιασαν το παιδί. Αφού πέρασε κανένας χρόνος το παιδί έμαθε ελληνικά και ο βασιλιάς από την χαρά του, του έδωσε το κλειδί και βγήκε από το κλουβί. Τότε του είπε στο παλάτι μαζί με τον βασιλόπουλο όπου είχαν σαράντα πόρτες και σε μια κάμαρα είχε κάνει ένας ζωγράφος μια πεντάμορφη. Αυτή την κοπέλα την είχε ένας δράκος και το βασιλόπουλο που την είδε την αγάπησε. Έπεσε να πεθάνει, έφεραν γιατρούς, αλλά δεν έλεγε το μυστικό. Μια μέρα είπε το μυστικό το παιδί. Το άλλο πρωί παίρνει το παιδί άλογο και το βασιλόπουλο και πάνε. Κάποτε βράδιασε. Βαθιά μέσα στο δάσος βλέπει να καπνίζει ένα τζάκι. Εκεί ήταν μια γριά που είχε σαράντα παλικάρια, σαράντα δράκους. Εκείνη την ώρα αυτή έβραζε το φαΐ σε ένα μεγάλο καζάνι. Ήρθε η ώρα να φάνε. Πιάνει το παιδί το καζάνι και το κατεβάζει με μιας. Η γριά φοβήθηκε και συμβούλεψε τα παιδιά της να μην πειράξουν το παιδί γιατί είναι πιο δυνατά από αυτός και θα τους σφάξει. Έτσι κι έγινε. Το παιδί είπε στην γριά ότι ήρθε να βρει τον δράκο που φυλάει την πεντάμορφη που την αγαπούσε το βασιλόπουλο. Οι δράκοι τότε είπαν ότι εμείς που είμαστε σαράντα και δεν τα βάζουμε μαζί του και θα το κάνεις εσύ; Το παιδί τότε έβαλε στοίχημα με τους δράκους λέγοντάς τους ότι αν δεν γυρίσει σε σαράντα μέρες με την πεντάμορφη ας φαν το βασιλόπουλο, αλλά ούτε μια μέρα νωρίτερα. Αφού συμφώνησαν έφυγε το παιδί, δρόμο τράβηξε. Έτυχε το βράδυ να βρεθεί σε ένα χωριό και είδε ένα σπίτι στην άκρη και πήγε και χτύπησε την πόρτα. Το σπίτι ήταν του παπά και είχε και μια κόρη. Ο παπάς τον καλοδέχτηκε και του έδωσε δωμάτιο να πλαγιάσει. Τον πρωί του πρότεινε να φυλάει το κοπάδι με τα πρόβατα αφού δεν είχε βοσκό. Το παιδί δέχτηκε και αφού άρμεξαν τα ζωντανά τράβηξε κατά του πασά του Μπαΐρα όπου πίστευε πως βρισκόταν ο δράκος. Ο παπάς προηγουμένως τον συμβούλεψε να μην πάει προς τα εκεί γιατί είχε ένα δράκο και μια γουρούνα και όποιον βλέπουν τον τρώνε. Το παιδί είχε σκοπό να ελευθερώσει την πεντάμορφη και έτσι δεν άκουσε τον παπά. Πήγε λοιπός σε εκείνο το λιβάδι, τα πρόβατα βοσκούσαν, αυτός ξάπλωσε σε μια αχλαδιά όταν ξαφνικά άκουσε βογκητά από την γουρούνα. –Γκρουχ –Γκρουχ! Γκρουχ! Μόλις τον είδε όρμησε επάνω του να τον φάει και πάλεψαν για αρκετή ώρα. Κάποια στιγμή η γουρούνα κουράστηκε και κάθισε να ξαποστάσει. Αχ! Λέει να είχα την πεντάμορφη να με ρίξει έναν κουβά νερό κρύο να δεις τι θα σε κάνω, λέει η γουρούνα Αχ! Να είχα μια πίτα, ένα μπουκάλι κρασί και την κόρη του παπά. Θα φάω, θα πιω, θα φιλήσω και την κόρη του παπά θα δεις τι θα σε κάνω. Βράδιασε η μέρα, έφυγε η γουρούνα και το παιδί με τα πρόβατα και πήγε σπίτι. Εκείνη την μέρα τα πρόβατα έβγαλαν πολύ γάλα που παραξένεψαν τον παπά. Την άλλη μέρα πήραν πάλι τον δρόμο. Το παιδί μπροστά με τα πρόβατα και πίσω κρυφά ο παπάς. Τα πάει πάλι εκεί στον πασά του Μπαΐρα. Τώρα κάθεται ο παπάς σε ένα τσαλί, σε ένα πουρνάρι και παρακολουθεί που έρχεται πάλι η γουρούνα. Πιάνονται στα χέρια παλεύουν –παλεύουν χωρίς νικητή. Ο παπάς από τον φόβο του δεν κουνιέται από το πουρνάρι. Καμιά φορά η γουρούνα κουράστηκε. -Αχ! Να είχα την πεντάμορφη να με ρίξει έναν κουβά νερό κρύο να δεις τι θα σε κάνω, λέει η γουρούνα. -Αχ! Να είχα του παπά την κόρη, ένα μπουκάλι κρασί και μια πίτα. Να φάω , να πιω, να φιλήσω την κόρη του παπά. Να δεις τι θα σε κάνω. Ο παπάς δεν πίστευε στα μάτια του καθώς έφευγε κρυφά. Βράδιασε η μέρα πήρε το παιδί τα πρόβατα και πήγε στο σπίτι. Άρμεξε τα πρόβατα, έφαγαν και το παιδί πήγε να κοιμηθεί. Ο παπάς δεν αποκάλυψε αυτό που είδε, μόνο είπε στην γυναίκα του να κάνει μια πίτα και να γεμίσει ένα μπουκάλι κρασί και στην κόρη του ότι θα την πάρει μαζί του το πρωί. Το πρωί ξημέρωσε την μέρα ο Θεός. Πήρε τα πρόβατα το παιδί και τράβηξε για του πασά το Μπαΐρα. Ο παπάς και η κόρη του κρυφά τον ακολούθησαν. Εκεί, ήρθε πάλι η γουρούνα και άρχισαν να μαλώνουν. Πάλεψαν- πάλεψαν ώσπου κουράστηκαν. -Αχ! Να είχα την πεντάμορφη να με ρίξει έναν κουβά νερό κρύο να δεις τι θα σε κάνω. -Αχ! Να είχα του παπά την κόρη, ένα μπουκάλι κρασί και μια πίτα. Να φάω , να πιω, να φιλήσω την κόρη του παπά. Τότε πετάγεται ο παπάς που ήταν κρυμμένος πίσω από τα βάτα και του δίνει το κρασί, την πίτα και την κόρη του. Κάθεται το παιδί τρώει, πίνει, φιλάει του παπά την κόρη, πιάνει την γουρούνα και την κάνει κομματάκια. Μέσα στην γουρούνα ήταν τρία περιστέρια. Αυτά ήταν η δύναμη του δράκου. Πιάνει το ένα το έσφαξε και αρρώστησε ο δράκος. Ο παπάς και η κόρη έφυγαν για το χωριό, ενώ το παιδί πήγε στο σπίτι του δράκου. Εκεί βρήκε την πεντάμορφη να κάθεται. Ανοίγει την πόρτα του δράκου και τον βλέπει ξαπλωμένο στο κρεβάτι. –Δώσε μάνα περιστέρι να το πιάσω, λέει ο δράκος. Χάρτ! Κάνει το παιδί και κόβει τα κεφάλια από τα περιστέρια. Πάει πέθανε ο δράκος. Το παιδί και η πριγκίπισσα πήγαν στου παπά το σπίτι και το πρωί αφού πήραν και του παπά την κόρη έφυγαν για να πάνε στην γριά με τα σαράντα παλικάρια. Όταν έφτασαν στο σπίτι της γριάς το βασιλόπουλο ζούσε και το πρόσεχαν, γιατί είχαν περάσει μόνο 30-35 μέρες. Όλοι μαζί τώρα τραβάν για το παλάτι. Το παλάτι ήταν όμως μακριά και βράδιασε. Έκατσαν έφαγαν και πλάγιασαν. Εκεί ήρθε ένα πουλάκι που έκατσε και είπε -Τώρα που θα πάτε στο βασιλιά θα κάνει καφέδες και μετά στο παιδί θα βάλει φάρμακο. Όποιος τ’ ακούσει και το πει θα γίνει μάρμαρο. Αυτό το άκουσε μόνο η θυγατέρα του παπά, επειδή όλοι οι άλλοι κοιμόντουσαν βαθιά. -Μετά όταν κάνει το παιδί, η γυναίκα θα ρίξει το νερό από την βάπτιση του παιδιού και θα γίνει πάλι άνθρωπος. Η κόρη του παπά δεν μπορούσε να πει τώρα τίποτα. Το πρωί σηκώθηκαν και συνέχισαν το δρόμο τους. Ο βασιλιάς όταν τους είδε χάρηκε. Έστησε γλέντι και χορό. Έφαγαν, ήπιαν και στο τέλος τους κέρασε και έναν καφέ. Ήπιαν όλοι, ήπιε και το παιδί. Μετά από λίγο πέθανε. Έκλαψαν όλοι, λυπήθηκαν. – Ήταν να γίνει και έγινε, είπε ο βασιλιάς. Έγινε το παιδί μάρμαρο, τον πήρε η κόρη τον παπά το έβαλε πίσω από την πόρτα και τον σκέπασε με ένα σεντόνι. Πέρασαν 6-8 μήνες και η κόρη του παπά γέννησε. Σ’ αυτούς τους μήνες ο βασιλιάς, το βασιλόπουλο και η βασιλοπούλα δεν την φέρονταν καλά. Την έδιωχναν, την έσπρωχναν και της έλεγαν να φύγει από το παλάτι. Αυτή έκανε μια, δυο … δέκα, έγινε το παιδί. Το βάπτισαν. Πήρε τότε το νερό και το έριξε πάνω στο παιδί, στον άντρα της. Σηκώθηκε το παιδί, ζωντάνεψε. Έκατσαν ήπιαν, γλέντησαν, χάρηκαν. Το βράδυ πλάγιασαν και η θυγατέρα του παπά είπε στο παιδί ότι όλοι στο παλάτι την τυραννούσαν. Το πρωί που ξημέρωσε ημέρα φωνάζει τον βασιλιά και τον ρώτησε γιατί τυραννούσε την γυναίκα του. Αυτός δεν απαντούσε. Τον πιάνει τότε μια στο ντουβάρι, πάει. Φωνάζει το βασιλόπουλο και τη βασιλοπούλα. Τον ρώτησε γιατί τυραννούσαν την γυναίκα του, ενώ αυτός έκανε τόσα γι’ αυτός. Ούτε αυτοί έδωσαν μια απάντηση κι έτσι τους πιάνει και τους ρίχνει στο ντουβάρι. Πάνε και αυτοί. Το παιδί έγινε βασιλιάς όπως προέβλεψε η γριά και το παραμύθι πάει τέλειωσε. Η σιωπή είναι θησαυρός (Μελένιου Δήμητρα) Η ιστορία που θα σας διηγηθώ για πολλούς είναι φανταστική. Για άλλους όμως, είναι ένα συμβάν πιο συνταρακτικό και πιο πραγματικό και από την ίδια την πραγματικότητα. Συμβαίνει σε πολύ λίγους ανθρώπους, γι’ αυτό και θα σας το διηγηθώ σαν ένα παραμύθι. Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα χωριό που είναι χτισμένο σε μία κοιλάδα και που τα βουνά το αγκαλιάζουν τόσο προστατευτικά, ζούσε ένας γέρος. Για χρόνια ο γέρος ζούσε στην σκιά του κήπου του, δεν μιλούσε και πολύ, ενώ τα παιδάκια τον φοβούνταν λόγω του σκούρου δέρματός του και της ρακένδυτης περιβολής του. Το σπιτάκι του ήταν μικρό και πολύ φροντισμένο. Το πρωί ήταν πολύ φωτεινό μα το βράδυ γινόταν σχεδόν αόρατο, αφού το κατάπινε το σκοτάδι του βουνού. Λίγο πριν πεθάνει, ο γέρος θέλησε να δώσει ένα μικρό ξύλινο κουμπαρά στο αγοράκι του γείτονά του και με βλέμμα ειλικρινές του είπε πως ήθελε τη φιλία των παιδιών και όχι τον φόβο τους. Το μικρό αγόρι πήρε τον κουμπαρά για να τον δείξει στους τέσσερις φίλους του. Μέσα στο παιχνίδι κάποιος, κατά λάθος, τον έσπασε και εκείνη την στιγμή για όλους θα ήταν η αρχή μίας μοναδικής ιστορίας. Στον πάτο του κουμπαρά υπήρχε ένα κομμάτι χαρτί. Ο μικρός το πήρε στα χέρια του και άρχισε να διαβάζει. Μέχρι και τώρα θυμάμαι να μου τα διηγούνται όλα αυτά αυτοί οι άνθρωποι και αναριγώ ολόκληρη. Ο γέρος είχε γράψει ένα γράμμα στο παιδιά. Τους έλεγε πως τόσα χρόνια είχε μείνει στην απόλυτη φτώχεια, γιατί κάποτε υπήρξε πολύ σπάταλος και κακός άνθρωπος. Έλεγε πως είχε πολλά λεφτά και πως ήθελε μέρα με την μέρα να αποκτά ακόμη περισσότερα. Έτσι όμως προκάλεσε την οργή μιας νεράιδας. Του ζήτησε λεφτά ντυμένη ζητιάνα μα εκείνος δεν της έδωσε ούτε λίγο ψωμί. Έτσι, η ζητιάνα τον καταράστηκε και του πήρε ότι λεφτά είχε και μόνο κάποιος με καλή ψυχή θα μπορούσε να τα πάρει πίσω. Οι οδηγίες ήταν απλές: «Εκεί που είναι οι παλιοί νερόμυλοι θα πάτε, δώδεκα η ώρα την νύχτα, μην το ξεχνάτε. Σαράντα βήματα δυτικά από τον τρίτο νερόμυλο θα κάνετε, συντρίμμια όμως θα θωράτε. Εκεί που θα σκάβετε όμως προσοχή! Γιατί τότε μια ζητιάνα θα εμφανιστεί θα σας μιλήσει μα εσείς όμως τσιμουδιά. Γιατί τότε πάνε τα λεφτά». Τα παιδιά παγώσανε. Για ώρα κοιτάγανε το ένα το άλλο. Αποφασίσανε όμως πως ήταν μια καλή ευκαιρία για να ξεχρεώσουν οι γονείς τους από τον μεγαλοτσιφλικά. Το βράδυ λοιπόν πήρανε όλοι από μία τσάπα και φτυάρια και ξεκινήσανε. Ψάχνανε για αρκετή ώρα, μα είχαν θάρρος στην ψυχή τους και δύναμη στα χέρια τους. Όταν βρήκαν τον τρίτο νερόμυλο άρχισαν να σκάβουν στο τεσσαρακοστό βήμα. Ήταν σίγουρα δώδεκα πλέον. Το μόνο που ακουγόταν ήταν οι βαριές τους ανάσες και ο ήχος από την τσάπα που τρυπά το χώμα. Ξάφνου, μέσα στην μονοτονία των ήχων ακούστηκε μια γλυκιά γυναικεία φωνή «Τι κάνουν τα καλά τα παιδιά;» Τα πέντε αγόρια πάγωσαν για άλλη μία φορά. Παρόλα αυτά της εξήγησαν πως ανοίγουν λαγούμι για να βρουν νερό και να κάνουν πηγάδι. Ξέχασαν όμως πως δεν έπρεπε να της μιλήσουν. Η μαυροφορεμένη ζητιάνα λίγο μετά εξαφανίστηκε. Ένα- ένα όμως τα αγόρια άρχισαν να έχουν αμφιβολίες για τα πάντα. Το ένα ανησυχούσε ότι θα τους έπιανε ο δάσκαλος και θα τους τιμωρούσε. Το άλλο φοβόταν το σκοτάδι, στο άλλο έτρεμαν τα χέρια του. Έτσι, δεν μπορούσαν πια να συνεχίσουν να σκάβουν και απογοητευμένα γύρισαν στα σπίτια τους. Η ιστορία αυτή είναι αληθινή και κάτι που όπως μου εξήγησε ο γέρος που μου την διηγήθηκε, δεν μπορεί να την περιγράψει εύκολα κανείς. Αλλά νομίζω πως μπορεί κάποιος να τελειώσει την ιστορία. Ίσως και να είμαι εγώ, αλλά το βασικό είναι να μην βγάλω «τσιμουδιά». Ο πύργος της Βασιλοπούλας (Αντωνία Σίσκου) Στα κάστρα του Διδυμοτείχου ένας πύργος, ο ψηλότερος ονομάζεται «πύργος της βασιλοπούλας». Η παράδοση λέει πως κάποτε ο βασιλιάς διασκέδαζε κυνηγώντας και στη θέση του άφησε την κόρη του. Όταν τον ειδοποίησαν ότι έρχονταν οι Τούρκοι είχε τόση εμπιστοσύνη στην οχυρότητα του κάστρου ώστε είπε: «Αν σηκωθεί από τη χύτρα ο κόκορας και λαλήσει, θα πιστέψω ότι κυριεύτηκε η πόλη». Οι Τούρκοι όμως χρησιμοποίησαν δόλο και έδειξαν το χρυσοκέντητο μαντήλι του βασιλιά στην κόρη του. Αυτή μόλις το είδε τους παρέδωσε το κλειδί του κάστρου και έγινε αιτία της άλωσης. Όταν κατάλαβε πως την ξεγέλασαν δεν άντεξε την ντροπή και αυτοκτόνησε πέφτοντας από τον πύργο. Από τότε ο πύργος λέγεται « Ο πύργος της Βασιλοπούλας». Πότε θα κάνουμε Ανάσταση (Γούδα Βασιλική) Ο παπάς δεν κατάλαβε τίποτα και συνέχιζε να βγάζει κάθε πρωί από ένα κουκί, αλλά αυτά δεν είχαν τελειωμό. Οι χωριανοί έβλεπαν πως η νηστεία πήρε μεγάλη παράταση. Μετάνοιες και προσευχές και τους κουράσανε. Μια μέρα κάποιος χωρικός ρώτησε τον παπά: « πάτερ την ευχή σου, αλλά πότε θα κάνουμε Ανάσταση»; Και ο παπάς απάντησε: «όπως μου λέει το κολοκύθι Λαμπρή φέτος δεν θα κάνουμε». Ο μύθος των Αμαζόνων (Ευμορφία Σολακούδη) Το 1542, μια ομάδα Ισπανών στρατιωτών με επικεφαλής τον Φραγκίσκο ντε Ορελιάνα βρισκόταν σε εξερευνητική αποστολή στη Βραζιλία, όταν βρέθηκε αντιμέτωπη με κάτι πραγματικά εκπληκτικό. Στις όχθες ενός ποταμού κυκλώθηκε από μια ομάδα πολεμιστών, που είχαν για αρχηγό τους μια πανέμορφη γυναίκα. «Ήταν ψηλή, μυώδης, ορμητική και το μοναδικό ρούχο πάνω της ήταν ένα κομμάτι ύφασμα». Έτσι την περιέγραψε στο ημερολόγιο του ο Γασπάρ ντε Καρβαχάλ, ο χρονογράφος της αποστολής. Μόλις ξεπέρασαν την αρχική του έκπληξη, οι Ισπανοί συνειδητοποίησαν ότι αντίκριζαν μια Αμαζόνα. Σε ανάμνηση αυτής της συνάντησης, το ποτάμι ονομάστηκε ποταμός των Αμαζόνων(Αμαζόνιος). Με το συμβάν αυτό αναβίωσε ο μύθος των Αμαζόνων, ένα από τα πιο συναρπαστικά μυστήρια της αρχαιότητας, το οποίο εξακολουθεί να σαγηνεύει. Ποικίλες μαρτυρίες για την ύπαρξη τους απαντώνται σε διαφορετικούς λαούς και εποχές. Σε ό,τι αφορά στην καταγωγή τους, ο Ηρόδοτος είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικός. Ο Έλληνας ιστορικός, που έζησε τον 5ο αιώνα π.Χ, εξιστορεί τη μάχη ανάμεσα στους Έλληνες που οδηγούσε ο Ηρακλής και στις Αμαζόνες. Στο τέλος της σύγκρουσης οι νικητές στρατιώτες ισοπέδωσαν τη Θεμίσυρα, την πρωτεύουσα του βασιλείου των θηλυκών πολεμιστών και πήραν αιχμάλωτες στα πλοία τους τις εχθρούς που επέζησαν. Όμως, οι γυναίκες εκείνες δεν έφτασαν ποτέ στην Αθήνα. Κατάφεραν να διαφύγουν: επωφελήθηκαν μιας θαλασσοταραχής και αποβιβάστηκαν στις ακτές της Μικράς Ασίας. Από την επιμειξία τους με τους Σκύθες γεννήθηκε ο λαός των Σαυροματών. Παρόλα αυτά, οι νεαρές Αμαζόνες δεν εγκατέλειψαν τις πολεμοχαρείς συνήθειες τους. Ο Ηρόδοτος εξηγεί ότι κάθε φορά διεκδικούσαν δυναμικά τα «αντρικά» πολεμικά τους δικαιώματα από τους Σκύθες συντρόφους τους. Ο Σιμιγδαλένιος (Χρίστος Τριανταφυλλίδης) Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που είχε μια θυγατέρα. Της έλεγε να παντρευτεί αλλά δεν ήθελε. Του λέει μια μέρα: «Πατέρα, να πας να μου πάρεις ένα τσουβάλι μύγδαλα, ένα τσουβάλι σιμιγδάλι και ένα τσουβάλι ζάχαρη».Πήγε ο πατέρας της και της τα πήρε. Κλειδώθηκε αυτή σε μια κάμαρη. Είπε: «Εγώ θα κλειδωθώ σε μια κάμαρα 40 μέρες και να μην με γυρέψετε». Κλειδώθηκε σε μια κάμαρη, έσπασε τα μύγδαλα, τα καθάρισε, τα ετοίμασε όλα, έπιασε και ζύμωσε το σιμιγδάλι, τα μύγδαλα και τη ζάχαρη και δημιούργησε έναν άνθρωπο. Αφού τον έφτιαξε, κάθισε στο κεφάλι του, τον λιβάνιζε και έλεγε «Δεν μου μιλείς μάτια μου; Δε μου μιλείς φως μου;». Αυτά τα έκανε 40 μέρες και έκλεγε. Στις 40 μέρες, τις λέει αυτός: «Αχ! Τι γλυκά κοιμόμουν και με ξύπνησες». Άφησε αμέσως αυτή τα κλάματα και είχε γέλια και χαρές. Ανοίγει τις πόρτες και βγαίνει αυτός έξω: «Να, λέει, πατέρα ποιον θα πάρω και όχι εκείνους που μου δίνεις». Το ακούει ο άλλος βασιλιάς πως του τάδε βασιλιά η θυγατέρα έκαμε ένα σιμιγδαλένιο άντρα και τον πήρε, το μαθαίνει και η θυγατέρα αυτού και πέφτει στα μαύρα πανιά να πεθάνει, επειδή ήθελε αυτή το σιμιγδαλένιο άντρα. Αρρώστησε από τον καημό της. Τι να κάμει ο πατέρας της; Συνεννοήθηκε με την γυναίκα του και είπαν: « Να κάνουμε γυναίκα μια φρεγάτα, να την αρματώσουμε και να της φορτώσουμε χρυσαφικά, γυαλικά διάφορα να έρθει ο σιμιγδαλένιος να ψωνίσει για τη γυναίκα του, να τον κλέψουμε».Έτσι και έγινε. Η γυναίκα του, σαν ήρθε το μεσημέρι και ο Σιμιγδαλένιος δεν γύρισε να φάει, λέει: « Που είναι ο Σιμιγδαλένιος; Στη φρεγάτα;» Έφυγε λέει ο βασιλιάς. «Που πάει;». Ένας θεός ξέρει, είπε ο βασιλιάς. Άρχισε τα κλάματα. Τότε λέει ο πατέρας της: «παιδί μου μη κλαις». «Γιατί να μη κλαίω» του απάντησε, «Τον άντρα μου θέλω». « Μα που να τον βρούμε;». «Θα φύγω» λέει η θυγατέρα. Σηκώθηκε και έφυγε. Δρόμο παίρνει και δρόμο αφήνει. Μέρες, μερόνυχτα γυρίζει, έγινε αγνώριστη. Στο δρόμο που πήγαινε, βρίσκει μια γυναίκα. Να με γιατρέψεις θεία.-Τι γιατρειά να σε κάνω; - Εγώ είμαι μάνα κι έχω τον ήλιο γιο. – Α!, λέει θεία για τον Σιμιγδαλένιο; -Ου λέει αυτή, που να σε κρύψω; Έχω τόπο; Άρχισε η μέρα μάζευε, έγειρε ο ήλιος. «Άντε, λέει, να φύγεις θα έρθει ο ήλιος, να σε φάει».- «Κρύψε με, λέει θεία». Έκλαιγε αυτή, την λυπήθηκε, σηκώνει τη σκούπα και την έκρυψε από κάτω. Βασίλεψε ο ήλιος και μετά σηκώθηκε και πήγε στην μάνα του και λέει: «Καλησπέρα».- Καλησπέρα- Κάπου εδώ, κάπου εκεί, κάπου ανθρώπινη ψυχή. Αυτή ρώτησε πού ήταν ο Σιμιγδαλένιος, δεν ήξερε. Της είπε να πάει στο φεγγάρι. Πήγε στο φεγγάρι και ρώτησε ξανά που ήταν ο Σιμιγδαλένιος, δεν ήξερε. Της είπε να πάει στα αστέρια. Άμα τον δει το ένα και δεν το δει το άλλο, φίλεψέ το με ένα μύγδαλο. Πήγε στο μεγάλο αστέρι και τον ρώτησε, δεν ήξερε. Πετάχτηκε όμως ένα μικρό αστεράκι και τον είδε είπε. Την πήγε το αστεράκι με την άδεια του μεγάλου αστεριού. Πήγε σε ένα βασίλειο να ζητήσει δωμάτιο να καθίσει. Ρώτησε άμα είναι εδώ ο Σιμιγδαλένιος. Ήταν εκεί μπήκε στο βασίλειο και είπε στην κυρά του βασιλείου να τον δει. Με λίγα παρακάλια δέχτηκε. Φώναξε τις δούλες να της τον φέρουνε. Τον έφεραν και του μίλησε: «Δε μου μιλείς μάτια μου;» «Δε μου μιλείς φως μου;» Δεν είμαι εγώ που σε έπλασα; Άκουγε αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει. Έκλαιγε αυτή. Ήθελε να δει τον Σιμιγδαλένιο μια βραδιά ακόμα. Τα είπε στις δούλες να πείσουν την κυρά τους. Του σιγομίλησε πάλι τα ίδια λόγια. Δεν μπορούσε όμως να μιλήσει. Σπάζοντας ένα μύγδαλο, βγήκε μια κλώσα με το πουλάκια της. Πήγανε οι δούλες ξανά χωρίς να τους το πει στην κυρά τους και πήραν ένα κρασί που μπορούσε να τον βοηθήσει να τον αναστήσει. Άρχισε πάλι: «Δε μου μιλείς Σιμιγδαλένιε μου; Δε μου μιλείς φως μου;» Ε! λέει εκείνος. Εσύ ποια είσαι;- Δεν είμαι εγώ εκείνη, που σε έπλασα;- Και έγινες έτσι;- Έτσι έγινα λέει, γιατί σε έχασα και σε γύρευα να σε δω τόσο καιρό! – Τώρα ας φύγουμε. Σηκωθήκανε νύχτα και φύγανε. Πήγανε στο παλάτι τους και ζούνε καλά κι εμείς καλύτερα. Και τα κλάματα που είχε αυτή πριν, χάθηκαν κι έγιναν χαρά. Έβρου (Κατερίνα Καρπούζη) Στο δρόμο ξαφνικά βγήκαν οι Τούρκοι και άρχισαν να τους πυροβολούν και να τους πετάνε χειροβομβίδες. Οι Έλληνες καθώς ήθελαν να προστατέψουν τα παιδιά τους, για να τα γλυτώσουνε κρυβότανε κάτω από τα δέντρα, από τους βράχους και τα γεφύρια. Ύστερα, αφού οι Τούρκοι σκότωσαν αρκετούς Έλληνες φύγανε διότι έτσι τους είχε διατάξει ο πασάς. Αργότερα, ξανά ξεκίνησαν τη διαδρομή τους αλλά δεν μπορούσαν να συνεχίσουν γιατί τους εμπόδιζε ένα μεγάλο ποτάμι (Έβρος). Οι οικογένειες δεν είχαν άλλη επιλογή και πέρασαν το ποτάμι κρατώντας τα παιδιά στις αγκαλιές τους. Όσες οικογένειες είχαν αγελάδες και άλογα κατάφερναν και περνούσαν, ενώ όσοι είχανε γαϊδουράκια τους παρέσυρε το ρεύμα του ποταμού. Πολλές Ελληνίδες και Έλληνες πνίγηκαν και πολλοί συγγενείς χωρίστηκαν. Όσοι πέρασαν κάθισαν, ξεκουράστηκαν και τάισαν τα παιδιά τους. Μετά από τρεις ώρες συνέχισαν τη διαδρομή τους ώσπου ήρθε η στιγμή να χωριστούνε. Άλλοι πήγαν στο χωριό Σαγίνη, άλλοι στην Κλισό και άλλοι στην Ινόη. Αφού εγκαταστάθηκαν στα χωριά τους, έπρεπε να χτίσουν σπίτια με τον τρόπο που γνώριζαν. Έβαζαν πρώτα όλα τα άχυρα στο μαύρο χώμα, έσκαβαν, έβαζαν νερό και το ανακάτευαν. Μετά, αφού γινότανε μαλακό έριχναν μέσα ένα σανίδι και ένα σταυρό για να έχει τετράγωνο σχήμα (σαν τα τούβλα) και όταν στέγνωνε τα έκοβαν σε τετράγωνα σχήματα και έτσι έχτιζαν τα σπίτια τους. Αφού φρόντισαν για το που θα μένουν έπρεπε να δουλέψουν. Οι πιο πολλοί κάτοικοι ασχολήθηκαν με τη γεωργία και πολλοί λίγοι κάτοικοι με την κτηνοτροφία. Επίσης το βράδυ οι ηλικιωμένοι που δεν μπορούσαν να δουλέψουν στα χωράφια ακόμη και ακόμα και νέοι δούλευαν ως σιδεράδες και έφτιαχναν πέταλα για το πετάλωμα των αλόγων. Έπειτα οι νέοι το βράδυ φυλούσαν το χωριό τους με τα όπλα που τους έδινε ο στρατός. Έτσι οι χωρικοί ήταν δεμένοι μεταξύ τους για πολλά χρόνια και υποστήριζαν ο ένας τον άλλον. Βαδίζοντας με την γιαγιά μου…. (Παρασάκη Κυριακή) Ο πατέρας μου και η μάνα μου ήταν από την Πέτρα, περιοχή των σαράντα εκκλησιών της Ανατολικής Θράκης. Η Πέτρα ήταν κωμόπολη, αλλά πολύ φτωχό μέρος. Τα χωράφια έκαναν μόνο σίκαλη, το ψωμάκι τους ήταν δηλαδή σικαλήσιο. Όταν τους ρωτούσαν με την βαριά θρακιώτικη ντοπιολαλιά, από πού εισ’ μπε παιδί μ’; -Απ’ την Πέτρα! –Τότε βγάλε την πελίδα (μαχαίρι) σου να την δω, γιατί όταν κόβεις σικαλήσιο ψωμί το μαχαίρι κολλά. Όσοι μπορούσαν δούλευαν χτίστες στα γύρω χωριά. Μερικοί από την Πέτρα καμιά εικοσαριά οικογένειες μάζεψαν λίγα χρήματα και αγόρασαν ένα τσιφλίκι, ένα κομμάτι γη, από έναν Μπέη και πήγανε και κάνανε ένα χωριό και το ονόμασαν Γκερντελί. Ο πατέρας ήταν τσομπανάκι με έναν φίλο του. Ο ένας είχε μαζί του βούτυρο, μυζήθρα ο άλλος ψωμί και αλάτι. Όταν βάζανε πολύ αλάτι έλεγε αυτός που το είχε στο φίλο του «Μη βάζεις πολύ αλάτι στο ψωμί σου, γιατί ο πατέρας μου δεν μπορεί να πηγαίνει συχνά στην Ραιδεστό», κοντινή παραθαλάσσια πόλη, «να το αγοράσει γιατί είναι πολύ ακριβό». Ζούσαν με αυτά που έβγαζαν από τα ζώα και τα χωράφια τους. Το αλεύρι το έκαναν στους τοπικούς νερόμυλους και γι’ αυτούς φημίζονταν πολύ τα χωριά των σαράντα εκκλησιών. Στον πρώτο ξεσηκωμό το 1914 έφτασαν με καράβι στον Πειραιά, πέντε αδέλφια χωρίς τον πατέρα τους, μόνο με την μάνα τους, αφήνοντας πίσω όλα τους τα υπάρχοντα σπίτια, ζώα και χωράφια. Μετά από δύο χρόνια τους ξεσήκωσαν και τους πήγαν στην Κέρκυρα, όπου έμειναν μέχρι τον 1919. Τη χρονιά αυτή τους γύρισαν πίσω στη Ραιδεστό. Βρήκαν το χωριό τους το Γκερντελί και έζησαν εκεί μέχρι το 1922. Εκείνη τη χρονιά έδωσε ο Θεός πολύ μπερεκέτι. Πολλούς καρπούς δηλαδή και οι πέτρες έδιναν καρπούς που λέει ο λόγος. Αλώνιζαν και δεν είχαν μέρος να βάλουν τα σιτηρά τους. Τα αγελάδια γεννούσαν δύο μοσχάρια, τα πρόβατα έκαναν τρίδυμα και όλοι λέγανε πως αυτό δεν είναι καλό σημάδι. Στις 14 του Σεπτέμβρη ήρθαν στρατιώτες στην εκκλησία και είπαν στους χωριανούς να πάρουν ότι ζώα έχουν, να φορτώσουν στα αμάξια τους ότι μπορούν κι από σήμερα να βγουν στον δρόμο για να τους οδηγήσουν στην καινούρια τους πατρίδα. Τι να πρωτοπάρει η γιαγιά, ο παππούς ήταν πάλι στο στρατό, φόρτωσε όσο αλεύρι είχε κάρο κατάκοπο πεθερό της και ξεκίνησε για το άγνωστο μαζί με τα μικρότερα παιδιά της. Ο πατέρας μου με τον αδελφό του πήραν τα ζώα παρόλο που ήταν δεκατέσσερα χρονών και ξεκίνησαν από τις σαράντα εκκλησιές και από κει θα τους οδηγούσε ο στρατός στον Έβρο ποταμό για να περάσουν στην Ελλάδα. Όλη μέρα περπατούσαν στην βροχή και στα λασπόνερα, την νύχτα σταματούσαν άναβαν φωτιές, ζεσταινόντουσαν στέγνωναν τα μουσκεμένα τους ρούχα, έτρωγαν τα ξεροκόμματα που κουβαλούσαν στο δισάκι τους. Έκανα εννέα μέρες για να περάσουν στην Ελλάδα. Περνούσαν το ποτάμι πάνω σε ένα σανιδένιο πάτωμα, το είχαν δεμένο με σχοινιά από την μία όχθη στην άλλη, ανέβαζαν επάνω αμάξια, ζώα, ανθρώπους, τραβούσαν τα σχοινιά μια από εδώ, μια από εκεί. Πλήρωναν για όλα αυτά με χρυσές λύρες. Γινόταν πανικός. Άργησαν, ταλαιπωρήθηκαν πολύ μέχρι να βρουν τους χωριανούς τους και να μαζευτούνε πάλι όλοι μαζί στα καινούρια μέρη. Ο παππούς μου έκανε δύο χρόνια να βρει την οικογένειά του. Η σιωπή είναι θησαυρός (Μελένιου Δήμητρα) Η ιστορία που θα σας διηγηθώ για πολλούς είναι φανταστική. Για άλλους όμως, είναι ένα συμβάν πιο συνταρακτικό και πιο πραγματικό και από την ίδια την πραγματικότητα. Συμβαίνει σε πολύ λίγους ανθρώπους, γι’ αυτό και θα σας το διηγηθώ σαν ένα παραμύθι. Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα χωριό που είναι χτισμένο σε μία κοιλάδα και που τα βουνά το αγκαλιάζουν τόσο προστατευτικά, ζούσε ένας γέρος. Για χρόνια ο γέρος ζούσε στην σκιά του κήπου του, δεν μιλούσε και πολύ, ενώ τα παιδάκια τον φοβούνταν λόγω του σκούρου δέρματός του και της ρακένδυτης περιβολής του. Το σπιτάκι του ήταν μικρό και πολύ φροντισμένο. Το πρωί ήταν πολύ φωτεινό μα το βράδυ γινόταν σχεδόν αόρατο, αφού το κατάπινε το σκοτάδι του βουνού. Λίγο πριν πεθάνει, ο γέρος θέλησε να δώσει ένα μικρό ξύλινο κουμπαρά στο αγοράκι του γείτονά του και με βλέμμα ειλικρινές του είπε πως ήθελε τη φιλία των παιδιών και όχι τον φόβο τους. Το μικρό αγόρι πήρε τον κουμπαρά για να τον δείξει στους τέσσερις φίλους του. Μέσα στο παιχνίδι κάποιος, κατά λάθος, τον έσπασε και εκείνη την στιγμή για όλους θα ήταν η αρχή μίας μοναδικής ιστορίας. Στον πάτο του κουμπαρά υπήρχε ένα κομμάτι χαρτί. Ο μικρός το πήρε στα χέρια του και άρχισε να διαβάζει. Μέχρι και τώρα θυμάμαι να μου τα διηγούνται όλα αυτά αυτοί οι άνθρωποι και αναριγώ ολόκληρη. Ο γέρος είχε γράψει ένα γράμμα στο παιδιά. Τους έλεγε πως τόσα χρόνια είχε μείνει στην απόλυτη φτώχεια, γιατί κάποτε υπήρξε πολύ σπάταλος και κακός άνθρωπος. Έλεγε πως είχε πολλά λεφτά και πως ήθελε μέρα με την μέρα να αποκτά ακόμη περισσότερα. Έτσι όμως προκάλεσε την οργή μιας νεράιδας. Του ζήτησε λεφτά ντυμένη ζητιάνα μα εκείνος δεν της έδωσε ούτε λίγο ψωμί. Έτσι, η ζητιάνα τον καταράστηκε και του πήρε ότι λεφτά είχε και μόνο κάποιος με καλή ψυχή θα μπορούσε να τα πάρει πίσω. Οι οδηγίες ήταν απλές: «Εκεί που είναι οι παλιοί νερόμυλοι θα πάτε, δώδεκα η ώρα την νύχτα, μην το ξεχνάτε. Σαράντα βήματα δυτικά από τον τρίτο νερόμυλο θα κάνετε, συντρίμμια όμως θα θωράτε. Εκεί που θα σκάβετε όμως προσοχή! Γιατί τότε μια ζητιάνα θα εμφανιστεί θα σας μιλήσει μα εσείς όμως τσιμουδιά. Γιατί τότε πάνε τα λεφτά». Τα παιδιά παγώσανε. Για ώρα κοιτάγανε το ένα το άλλο. Αποφασίσανε όμως πως ήταν μια καλή ευκαιρία για να ξεχρεώσουν οι γονείς τους από τον μεγαλοτσιφλικά. Το βράδυ λοιπόν πήρανε όλοι από μία τσάπα και φτυάρια και ξεκινήσανε. Ψάχνανε για αρκετή ώρα, μα είχαν θάρρος στην ψυχή τους και δύναμη στα χέρια τους. Όταν βρήκαν τον τρίτο νερόμυλο άρχισαν να σκάβουν στο τεσσαρακοστό βήμα. Ήταν σίγουρα δώδεκα πλέον. Το μόνο που ακουγόταν ήταν οι βαριές τους ανάσες και ο ήχος από την τσάπα που τρυπά το χώμα. Έτσι, δεν μπορούσαν πια να συνεχίσουν να σκάβουν και απογοητευμένα γύρισαν στα σπίτια τους. Η ιστορία αυτή είναι αληθινή και κάτι που όπως μου εξήγησε ο γέρος που μου την διηγήθηκε, δεν μπορεί να την περιγράψει εύκολα κανείς. Αλλά νομίζω πως μπορεί κάποιος να τελειώσει την ιστορία. Ίσως και να είμαι εγώ, αλλά το βασικό είναι να μην βγάλω «τσιμουδιά». Το πλημμυρισμένο χωριό (Ασλανίδης Θεοχάρης) Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένα χωριό που ζούσε ο μικρός Κώστας. Σε αυτό το χωριό δεν έβρεχε συχνά. Αλλά όταν έβρεχε, έβρεχε πάρα πολύ. Ο μικρός Κώστας ήταν ορφανό και ζούσε μόνος σε ένα μικρό σπίτι. Ο μικρός Κώστας πίστευε πολύ στο Χριστό και κάθε Κυριακή πήγαινε στην εκκλησία. Μια μέρα όμως έβρεξε πάρα πολύ δυνατά, το χωριό είχε πλημμυρίσει, το νερό έφτανε στο γόνατο του μικρού Κώστα. Ο μικρός Κώστας φοβότανε πάρα πολύ, γιατί ήταν μόνος του και δεν είχε κανέναν. Το νερό έφτασε στο μπούτι του. Ο μικρός Κώστας φοβόταν όμως περισσότερο, γιατί δεν ήξερε να κολυμπάει και γιατί δεν είχε πάει ποτέ στην θάλασσα. Έξω έβλεπε ότι είχαν στείλει βοήθεια από άλλα χωριά για να σώσουν από το χάος τον κόσμο. Ο μικρός Κώστας έβλεπε πολύ λυπημένος τα άλλα άτομα να κλαίνε, αλλά και αυτός έκλαιγε. Το νερό έφτασε ως την κοιλιά του μικρού Κώστα. Με δυσκολία περπατούσε, γιατί η πίεση ήταν πολύ μεγάλη. Ο μικρός Κώστας προσπάθησε να βγάλει έξω το νερό από το σπιτάκι του με τους κουβάδες. Προσευχόταν να έρθει ο Χριστός και να τον σώσει από την πλημμύρα αυτή. Το νερό έφτασε στο λαιμό του και ανέβηκε στην σκεπή του για να σωθεί. Ο μικρός Κώστας άρχισε να πεινάει πάρα πολύ, γιατί ήταν νηστικός από το πρωί. Αυτοί με τις βάρκες που είχαν έρθει για να σώσουν τον κόσμο, άρχισαν να φέρνουν μικρά ψωμάκια για να δίνουν στον πεινασμένο κόσμο. Έδωσαν και στον μικρό Κώστα και έτσι αυτός χάρηκε πάρα πολύ. Το έφαγε όλο. Το νερό άρχισε να αγγίζει τα ξυπόλητα πόδια του. Ο μικρός Κώστας άρχισε να κρυώνει πολύ, γιατί το νερό ήταν πολύ κρύο. Η βροχή άρχισε να δυναμώνει. Το νερό είχε φτάσει στο γόνατό του. Περνούσαν οι ώρες και το νερό έφτανε όλο και πιο πολύ στο στήθος του. Εκείνη την στιγμή περνούσε μία βάρκα και είπανε να πάρουν τον μικρό Κώστα αλλά αυτός αρνήθηκε «Θα έρθει να με πάρει ο Χριστός». Μετά από αρκετή ώρα το νερό έφτασε στον λαιμό του και εκείνη την στιγμή περνούσε άλλη μία βάρκα, αλλά ο Κώστας πάλι αρνήθηκε λέγοντας ότι θα τον σώσει ο Χριστός. Το νερό έφτασε στο σαγόνι του και πνιγόταν. Τότε πέρασε μια τρίτη βάρκα αλλά ο μικρός Κώστας αρνήθηκε την βοήθειά τους. Έτσι λοιπόν, πνίγηκε και πήγε στον παράδεισο και είπε «Χριστέ εγώ σε αγαπούσα, σε εκτιμούσα αλλά εσύ δεν με βοήθησες την ώρα που σε χρειαζόμουνα». Ο Χριστός του αποκρίθηκε «Εγώ παιδί μου ήρθα τρεις φορές να σε σώσω, αλλά εσύ δεν δέχτηκες». Το ατέλειωτο ταξίδι (Κασβακίδης Αθανάσιος) Θέλω να σας διηγηθώ μια ιστορία που μας έχει πει η μαμά μου ένα καλοκαιρινό βράδυ. Η ιστορία αυτή είναι μια προσωπική Οδύσσεια και με συγκίνησε πολύ, επειδή ήταν τα δύσκολα χρόνια του διωγμού των Ελλήνων από την Σμύρνη.Η προγιαγιά μου ήταν 11 χρονών και είχε πέντε αδέρφια εκ των οποίων τα 3 ήταν μεγαλύτερα. Το 1917 ζούσανε στην πόλη Βαν της Τουρκίας. Ήταν μια πολύ ευτυχισμένη και εύπορη οικογένεια. Μαζί τους είχαν και έναν Τούρκο, που τον φώναζαν Καρντάς Αχμέτ (αδερφέ Αχμέτ), επειδή μεγάλωσε μαζί τους, όταν πέθαναν οι γονείς του.Ο ξάδερφος του τους δημιουργούσε πολλά προβλήματα, αφού μέχρι που τους έκαψε και το μαγαζί. Απειλούσε ότι την επόμενη φορά θα κάψει το σπίτι με μαζί με τους άλλους. Δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν τη γη τους, γιατί ακόμα και το πιο μικρό κομμάτι της ήταν ιερό για αυτούς.Έτσι μια νύχτα ο Αχμέτ τους προειδοποίησε και έφυγαν, για να μη τους βρει ον ξάδερφός του. Όταν έφτασαν στη Σμύρνη , Ο Αχμέτ τους είχε βρει μέρος αλλά όχι για πολύ χρονικό διάστημα, επειδή ήταν και πολλά τα άτομα. Το 1919 αγόρασαν ένα μικρό σπιτάκι στο όνομα του Αχμέτ. Έβλεπαν όμως ότι τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά κι εκεί.Το 1922 την νύχτα της σφαγής χτύπησε την πόρτα ο Αχμέτ και τους είπε ότι πρέπει να φύγουν τώρα. Ευτυχώς ‘ήταν προετοιμασμένοι, πήραν τα διαβατήρια, κοσμήματα, όσα λεφτά είχαν στο σπίτι, λίγα ρούχα και έφυγαν με τη βάρκα. Ο Αχμέτ ήξερε ότι κάποια καράβια φορτώνουν κόσμο για το εξωτερικό. Έπρεπε όμως πριν ξημερώσει να φτάσουν εκεί. Τη βάρκα του Αχμέτ αναγνώρισε ο ξάδερφός του, φώναζε κι έβριζε και απειλούσε πως αν δεν γυρίσει πίσω θα σκοτώσει και αυτόν.Ο άνθρωπος έκανε πως δεν άκουγε, επειδή ήταν κοντά στα καράβια. Οι Τούρκοι άρχισαν να πυροβολούν και τρύπησαν την βάρκα. Τα αγόρια πήδηξαν στην θάλασσα, επειδή τους είπαν οι γονείς τους, με την ελπίδα ότι θα σωθούν. Ευτυχώς πάνω από το καράβι είδαν οι ναυτικοί την βάρκα και τους βοήθησαν.Ήταν όλοι τους μούσκεμα, κουρασμένοι παγωμένοι, τα παιδιά τους ήταν αναίσθητα. Η Συμέλα ( μητέρα των παιδιών) πήγε να ψάξει τα αγόρια αλλά δεν τα βρήκε. Πάντα πίστευε ότι δεν έχασε τα αγόρια, γιατί ήταν άριστοι κολυμβητές. Δεν θυμόταν πόσες μέρες ήταν στο καράβι. Όταν τους κατέβασαν είδαν ένα μέρος που δεν μπορούσαν να το περιγράψουν ούτε και μετά από πολλά χρόνια.Από μια μεριά θάλασσα, από την απέναντι χωράφια και παρά πέρα βουνά, ούτε άνθρωποι ούτε σπίτια. Μετά από ώρες τους πλησίασαν κάποιοι αστυνομικοί με παλιό φορτηγό. Τους ρωτούσανε διάφορα, μα δεν καταλάβαιναν τίποτα. Το μόνο που καταλάβαιναν ήταν ότι βρίσκονταν στην Ρωσία.Έπρεπε να ξεκινήσουν πάλι από την αρχή. Ήρθαν δύο φορτηγά, ανέβασαν όσους μπορούσαν και τους πήγαν σε μία πεδιάδα κοντά στα βουνά, ύστερα έφεραν και τους υπόλοιπους. To μόνο που τους έδωσαν ήταν καρφιά, πριόνια, τσεκούρια και τους έδειξαν το δάσος. Μέσα σε δέκα μέρες έφτιαξαν είκοσι σπιτάκια για να προστατευτούν από το κρύο και την βροχή. Για τα τρόφιμα πήγαιναν συνήθως τα αγόρια με τα πόδια. Ήθελα τρεις ώρες να πάνε και άλλες τόσες για να γυρίσουν και για να φέρουν ψωμί με πατάτες.Την άνοιξη εμφανίστηκαν κάποιοι αρμόδιοι και του είπαν να καλλιεργήσουν τη γη. Η εκμετάλλευσή δεν είχε τέλος. Από τα δύο στρέμματα που θα καλλιεργούσαν θα έδιναν το ένα στρέμμα στο κράτος και θα έπαιρναν τα υπόλοιπα. Ευτυχώς η γη ήταν πλούσια, αλλά έπρεπε να εργαστούν μικροί και μεγάλοι για πολλές ώρες.Το 1938 άρχισαν οι φήμες για πόλεμο. Ο Στάλιν δεν ήθελε τους Πόντιους και όποιοι δεν παρέδιδαν το ελληνικό διαβατήριο και δεν άλλαζαν επίθετο τους φόρτωναν στο τρένο και τους πήγαιναν σε άγνωστα μέρη. Από τα 250 άτομα, οι δέκα, επειδή άλλαξαν τα διαβατήρια τους άφησαν και έπειτα τους κατέταξαν στο στρατό. Οι υπόλοιποι, όσοι επέζησαν, βρέθηκαν σε μία έρημο του Καζακστάν, όπου έζησαν σε άθλιες συνθήκες.Μετά από τον πόλεμο, το 1948 βρήκαν την ευκαιρία να ξαναγυρίσουν στο Νοβοροσιïσκ. Ήταν ένα μήνα πάνω στο τρένο, τους κορόιδεψαν, τους πήραν όσα λεφτά τους απόμειναν και βρέθηκαν στα βουνά της Αρμενίας. Η δικαιολογία ήταν μην τους ανακαλύψει ο Στάλιν. Έτσι ανάμεσα στα τέσσερα βουνά είχε φτιαχτεί, ένα μικρό χωριουδάκι, ανάμεσα στα δέντρα. Μέχρι το 1968 έζησαν εκεί καλά αλλά νοσταλγούσαν τα μέρη τους και ξαναγύρισαν στο Νοβοροσιïσκ, όπου μένουν τώρα εκτός από την μαμά μου. Η μαμά μου πάντα άκουγε τη γιαγιά δέσποινα να σιγοτραγουδάει και να κλαίει.Ο θείος μου ο Γεννάδιος ήταν ναυτικός, τον ζητούσε επίμονα να την πάει στην Τουρκία. Τόσα μέρη άλλαξαν, τόσα βάσανα πέρασαν, η γιαγιά ήθελε έστω μια τελευταία φορά να δει την πόλη Βαν. Τόσο μεγάλη ήταν η λαχτάρα της που δεν την ένοιαζε «ας την δω και ας πεθάνω» έλεγε.Το 1996 η γιαγιά Δέσποινα πέθανε, δεν μπόρεσε να πάει, γιατί ήταν πια πολύ μεγάλη.  |