Η ιστοσελίδα αυτή δημιουργήθηκε το 2009 και ο σκοπός της είναι η καλύτερη και ταχύτερη επαφή με όλους τους συγχωριανούς μας και ιδίως με τους απόδημους .Σκεφτήκαμε ότι μέσα από το διαδίκτυο επιτυγχάνεται καλύτερη επικοινωνία χωρίς χρονικούς περιορισμούς...... Διαβάστε περισσότερο
Σελίδα 11 από 14
Η σιωπή είναι θησαυρός (Μελένιου Δήμητρα) Η ιστορία που θα σας διηγηθώ για πολλούς είναι φανταστική. Για άλλους όμως, είναι ένα συμβάν πιο συνταρακτικό και πιο πραγματικό και από την ίδια την πραγματικότητα. Συμβαίνει σε πολύ λίγους ανθρώπους, γι’ αυτό και θα σας το διηγηθώ σαν ένα παραμύθι. Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα χωριό που είναι χτισμένο σε μία κοιλάδα και που τα βουνά το αγκαλιάζουν τόσο προστατευτικά, ζούσε ένας γέρος. Για χρόνια ο γέρος ζούσε στην σκιά του κήπου του, δεν μιλούσε και πολύ, ενώ τα παιδάκια τον φοβούνταν λόγω του σκούρου δέρματός του και της ρακένδυτης περιβολής του. Το σπιτάκι του ήταν μικρό και πολύ φροντισμένο. Το πρωί ήταν πολύ φωτεινό μα το βράδυ γινόταν σχεδόν αόρατο, αφού το κατάπινε το σκοτάδι του βουνού. Λίγο πριν πεθάνει, ο γέρος θέλησε να δώσει ένα μικρό ξύλινο κουμπαρά στο αγοράκι του γείτονά του και με βλέμμα ειλικρινές του είπε πως ήθελε τη φιλία των παιδιών και όχι τον φόβο τους. Το μικρό αγόρι πήρε τον κουμπαρά για να τον δείξει στους τέσσερις φίλους του. Μέσα στο παιχνίδι κάποιος, κατά λάθος, τον έσπασε και εκείνη την στιγμή για όλους θα ήταν η αρχή μίας μοναδικής ιστορίας. Στον πάτο του κουμπαρά υπήρχε ένα κομμάτι χαρτί. Ο μικρός το πήρε στα χέρια του και άρχισε να διαβάζει. Μέχρι και τώρα θυμάμαι να μου τα διηγούνται όλα αυτά αυτοί οι άνθρωποι και αναριγώ ολόκληρη. Ο γέρος είχε γράψει ένα γράμμα στο παιδιά. Τους έλεγε πως τόσα χρόνια είχε μείνει στην απόλυτη φτώχεια, γιατί κάποτε υπήρξε πολύ σπάταλος και κακός άνθρωπος. Έλεγε πως είχε πολλά λεφτά και πως ήθελε μέρα με την μέρα να αποκτά ακόμη περισσότερα. Έτσι όμως προκάλεσε την οργή μιας νεράιδας. Του ζήτησε λεφτά ντυμένη ζητιάνα μα εκείνος δεν της έδωσε ούτε λίγο ψωμί. Έτσι, η ζητιάνα τον καταράστηκε και του πήρε ότι λεφτά είχε και μόνο κάποιος με καλή ψυχή θα μπορούσε να τα πάρει πίσω. Οι οδηγίες ήταν απλές: «Εκεί που είναι οι παλιοί νερόμυλοι θα πάτε, δώδεκα η ώρα την νύχτα, μην το ξεχνάτε. Σαράντα βήματα δυτικά από τον τρίτο νερόμυλο θα κάνετε, συντρίμμια όμως θα θωράτε. Εκεί που θα σκάβετε όμως προσοχή! Γιατί τότε μια ζητιάνα θα εμφανιστεί θα σας μιλήσει μα εσείς όμως τσιμουδιά. Γιατί τότε πάνε τα λεφτά». Τα παιδιά παγώσανε. Για ώρα κοιτάγανε το ένα το άλλο. Αποφασίσανε όμως πως ήταν μια καλή ευκαιρία για να ξεχρεώσουν οι γονείς τους από τον μεγαλοτσιφλικά. Το βράδυ λοιπόν πήρανε όλοι από μία τσάπα και φτυάρια και ξεκινήσανε. Ψάχνανε για αρκετή ώρα, μα είχαν θάρρος στην ψυχή τους και δύναμη στα χέρια τους. Όταν βρήκαν τον τρίτο νερόμυλο άρχισαν να σκάβουν στο τεσσαρακοστό βήμα. Ήταν σίγουρα δώδεκα πλέον. Το μόνο που ακουγόταν ήταν οι βαριές τους ανάσες και ο ήχος από την τσάπα που τρυπά το χώμα. Έτσι, δεν μπορούσαν πια να συνεχίσουν να σκάβουν και απογοητευμένα γύρισαν στα σπίτια τους. Η ιστορία αυτή είναι αληθινή και κάτι που όπως μου εξήγησε ο γέρος που μου την διηγήθηκε, δεν μπορεί να την περιγράψει εύκολα κανείς. Αλλά νομίζω πως μπορεί κάποιος να τελειώσει την ιστορία. Ίσως και να είμαι εγώ, αλλά το βασικό είναι να μην βγάλω «τσιμουδιά». |